ἀναπαιστρίς

ἀναπαιστρίς
ἀνα-παιστρίς, ίδος, ,
A smiter, i.e. smith's hammer, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναπαιστρίς — ἀναπαιστρίς ( ίδος), η (Α) [ἀναπαίω] σφύρα σιδηρουργού …   Dictionary of Greek

  • ἀναπαιστρίδες — ἀναπαιστρίς smiter fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπαίω — ἀναπαίω (AM) μσν. αποκρούω, αντικρούω αρχ. (για στίχους) έχω συντεθεί σε αναπαιστικό μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + παίω «κρούω, κτυπώ». ΠΑΡ. ανάπαιστος αρχ. ἀναπαιστρίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”